Πλάνο από το φιλμ του Βίκινγκ Έγγελινγκ «Διαγώνια συμφωνία»
Кадр из фильма Викинга Эггелинга «Диагональная симфония»
Ρωσική αβανγκάρντ
Русский авангард
Βελγική αβανγκάρντ
Бельгийский авангард
Επιρροή στην κουλτούρα
Влияние на культуру
Αφίσα για το φιλμ του Τζίγκα Βερτόφ «Человек с киноаппаратом»
Афиша к фильму Дзиги Вертова «Человек с киноаппаратом»
Αβάνγκαρντ (фр. avant-garde, από το фр. avant — перед и фр. gard — φρουρά, φύλαξη) — κίνημα για την ανάπτυξη του κινηματογράφου, που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1920 στη Γαλλία ως αντίδραση στον εμπορικό κινηματογράφο.
Аванга́рд (фр. avant-garde, от фр. avant — перед и фр. gard — охрана, гвардия) — направление в развитии кинематографа, возникшее в 1920-х годах во Франции в противовес коммерческому кинематографу.
Ο όρος «αβάνγκαρντ» μερικές φορές συναντάνται και ως συνώνυμο της έννοιας του «πειραματικού κινηματογράφου», εντούτοις έχει και πολύ στενή, ιστορικά επικρατούσα, έννοια, που είναι και αντικείμενο του παρόντος λήμματος.
Термин «авангард» иногда используется как синоним понятия «экспериментальный кинематограф», однако имеет и более узкое, исторически сложившееся, значение, являющееся предметом данной статьи.
Η αβανγκάρντ του κινηματογράφου χαρακτηρίζεται από τη χρήση καινοτόμων τρόπων έκφρασης, πειραματικής προσέγγισης σε ότι αφορά την καλλιτεχνική δημιουργική εργασία, που συχνά εκφεύγει από τα πλαίσια της κλασσικής κινηματογραφικής αισθητικής, που ήταν στενά συνδεδεμένη με γενικές τάσεις στο θέατρο, στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία στη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Ρωσία.
Киноавангард характеризуется использованием новаторских средств выражения, экспериментальным подходом к художественному творчеству, часто выходящим за рамки классической киноэстетики, и тесным образом связан с общеноваторскими тенденциями в театре, живописи и литературе Франции, Германии, России.
Η δράση των αβανγκαρντιστών του κινηματογράφου συνδέθηκε με την ανάπτυξη της θεωρίας του κινηματογράφου (κινηματογραφικής γλώσσας), που στηρίχθηκε σε θεωρίες άλλων τεχνών.
Деятельность киноавангардистов сопряжена с разработкой теории кинематографа (киноязыка), основанной на теории других искусств.
Γαλλική αβανγκάρντ
Французский авангард
Η αβανγκάρντ στις εγκυκλοπαίδειες
Авангард в энциклопедиях
Κινοιμπρεσσιονισμός («πρώτη αβανγκάρντ»)
Киноимпрессионизм («первый авангард»)
Η γαλλική αβανγκαρντ των ετών 1920‑1930 φάνηκε να είναι συνεχιστής με πολλές σχέσεις των παραδόσεων των γάλλων κινοιμπρεσσιονιστών.
Французский авангард 1920‑1930-х годов во многих отношениях явился продолжателем традиций французских киноимпрессионистов.
Συγκεκριμένα κινοιμπρεσσιονιστές, υπό την καθοδήγηση του Λουί Ντελλούκ, πρώτοι οργάνωσαν εξέγερση κατά του εμπορικού κινηματογράφου, που με ελαφρά καρδιά αντέγραφε τα έργα του θεάτρου και της λογοτεχνίας[4].
Именно киноимпрессионисты, под руководством Луи Деллюка, первыми подняли бунт против коммерческого кинематографа, бездумно копирующего произведения театра и литературы[4].
Ο όρος «κινοιμπρεσσιονισμός», (σε αναλογία με τον ιμπρεσσιονισμό, που άλλαξε την αντίληψή μας για τη ζωγραφική) εισήχθη από τον Ανρί Λανγκλουά, ενώ υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από τον Ζορζ Σαντούλ.
Термин «киноимпрессионизм», (по аналогии с импрессионизмом, перевернувшим представление о живописи) введённый Анри Ланглуа, был принят и использовался Жоржем Садулем.
Άλλοι ιστορικοί του κινηματογράφου, όπως ο Рεναί Ζαν και ο Σαρλ Φοντ, χρησιμοποίησαν τον όρο «πρώτη αβανγκάρντ» σε αντιδιαστολή από τη «δεύτερη αβανγκάρντ», που εμφανίστηκε μετά το 1924[4].
Другие историки кино, Рене Жанн и Шарль Форд, употребляли термин «первый авангард» в отличие от «второго авангарда», возникшего после 1924 года[4].
Ο όρος «πρώτη αβανγκάρντ» πλέον χρησιμοποιείται σπάνια, εκτός από τη δράση της ομάδας του Λουί Ντελλούκ, τη δράση της ομάδας των συντρόφων του — Жерρмена Дюлак, Абель Ганс, Марсель Л’Эрбье και Жан Эпштейн.
Термин «первый авангард» ныне употребляется редко, и включает, кроме деятельности Луи Деллюка, деятельность группы его соратников — Жермена Дюлак, Абель Ганс, Марсель Л’Эрбье и Жан Эпштейн.
Ενδιάμεση θέση ανάμεσα στους «κινοιμπρεσσιονιστές» (αντιπροσώπων της «πρώτης αβανγκάρντ») και των σκηνοθετών του «εμπορικού κινηματογράφου» κατείχαν ο Жак де Баронселли (фр. Jacques de Baroncelli-Javon) και ο Леон Пуарье[4].
Промежуточное положение между «киноимпрессионистами» (представителями «первого авангарда») и режиссёрами «коммерческой кинематографии» занимали Жак де Баронселли (фр. Jacques de Baroncelli-Javon) и Леон Пуарье[4].
Οι ιμπρεσσιονιστές θεωρούσαν, ότι ο κινηματογράφος θα πρέπει να συνομιλεί με τους τηλεθεατές με τη δική του ξεχωριστή γλώσσα, εφαρμόζοντας γι'αυτό μόνο τη δική του εσωτερική συλλογή εκφραστικών δυνατοτήτων.
Импрессионисты считали, что кинематограф должен разговаривать со зрителем на собственном языке, используя при этом только ему присущий набор выразительных средств.
Киноимпрессионисты внесли очень весомый вклад в теорию και эстетику кинематографа.
Киноимпрессионисты внесли очень весомый вклад в теорию и эстетику кинематографа.
Αβανγκάρντ («δεύτερη αβάνγκαρντ»)
Авангард («второй авангард»)
Οι αντιπρόσωποι της αβαντκάρντ («δεύτερη αβάνγκαρντ») προχώρησαν στις δικές τους καλλιτεχνικές διατυπώσεις πολύ πιο μακρυά από τους κινοιμπρεσσιονιστές.
Представители авангарда («второго авангарда») пошли в своих художественных постулатах гораздо дальше киноимпрессионистов.
Στις δικές τους προϋποθέσεις υποχρεώσεων για την πρωτοτυπία των εκφραστικών μέσων αυτοί έφτασαν στα άκρα, υποκαθιστώντας περιστασιακά το εκφραστικό με την βοήθεια υποστήριξής του.
В своем требовании обязательности своеобразия выразительных средств они дошли до крайностей, порой подменяя выражаемое с их помощью содержание.
Σε αντίθεση με τους εκπροσώπους της αβανγκάρντ σε άλλες περιοχές της τέχνης , οι κινοαβανγκαρντιστές ποτέ δε σύστησαν μια συνολική ομάδα (σχολή).
В отличие от представителей авангарда в других областях искусства, киноавангардисты никогда не составляли цельной группы (школы).
Κάποιοι σκηνοθέτες ήρθαν κοντά στην αβανγκάρντ, ενώ άλλοι αποχώρησαν απ'αυτήν.
Одни режиссёры сближались с авангардом, другие же отходили от него.
Περιστασιακά κάποιοι σκηνοθέτες του εμπορικού είδους απροσδόκητα δημιουργούσαν έργα αβανγκάρντ[4].
Порой режиссёр коммерческого типа неожиданно создавал авангардистское произведение[4].
Γερμανική αβανγκάρντ
Немецкий авангард
Η απαγωγή των νυφών (каз. қыз алып қашу — похищение девушки) — είναι ένα από τα καζαχικά έθιμα γάμου.
Похищение невесты (каз. қыз алып қашу — похищение девушки) — один из казахских свадебных обрядов.
Η πρακτική του βίαιου γάμου στην περιοχή του σύγχρονου Καζαχστάν εμφανίστηκε στους αρχαίους χρόνους και συνεχίζεται να υφίσταται μέχρι σήμερα, αν και στη σοβιετική περίοδο το φαινόμενο αυτό θεωρούνταν ότι εξαφανισμένο.
Практика насильственной женитьбы на территории современного Казахстана появилась в древние времена и продолжает существовать по сей день, хотя в советский период это явление считалось исчезнувшим.
Πέρα από την «πραγματική» απαγωγή, υφίσταται πρακτική μίμησης της απαγωγής με την αμοιβαία συμφωνία των μερών.
Помимо «реального» похищения, существует практика имитации похищения по обоюдному согласию сторон.
Κατά το παρελθόν
В прошлом
Το αρχαίο έθιμο της απαγωγής της νύφης για την επίτευξη γάμου σχετίζεται με την εποχή της εγκαθίδρυσης της πατριαρχίας[1].
Древний обычай похищения невесты для заключения брака относится ко времени становления патриархата[1].
Οι νύφες από την Κεντρική Ασία και το Καζαχστάν κατέφευγαν στην αιχμαλωσία σχετικά σπάνια.
К похищению невесты в Средней Азии и Казахстане прибегали крайне редко.
Συνήθως αυτό συνέβαινε, αν οι γονείς δεν έδιναν τη συναίνεσή τους για το γάμο ή όταν καθυστερούσαν αρκετά με την τέλεση του γάμου[2].
Обычно это случалось, если родители не давали согласия на брак или когда они слишком тянули с проведением свадьбы[2].
Κυρίαρχη μορφή γάμου μεταξύ των Καζάχων υπήρξε ο γάμος μέσω προξενιού (кудалык) και η επακόλουθη «εξαγορά» της νύφης με калым.
Господствующей формой брака среди казахов была женитьба со сватовством (кудалык) и последующим «выкупом» невесты за калым.
Σύμφωνα με την εθιμοτυμία στους καζάχους υπήρξαν μερικές μορφές απαγωγής της νύφης με διάφορες σχέσεις μ' αυτόν.
В обычном праве у казахов существовало несколько видов похищения невесты с различным отношением к ним.
Αν ο γαμπρός είχε κλέψει ήδη τη νύφη (ο νεαρός και η κοπέλα συμφώνησαν από νωρίτερα την «αρπαγή» [3]), ο γονιός ο οποίος παραβίασε τους όρους του προξενιού, τότε αυτό δεν θεωρούνταν βαρύ αδίκημα.
Если жених похищал уже засватанную невесту (юноша и девушка договаривались о «похищении» заранее[3]), отец которой нарушил условия сватовства, то это не считалось тяжким преступлением.
Η απαγωγή όμως λογοδοσμένης με άλλον νύφης θεωρούνταν βαρύ αδίκημα[4].
Похищение же чужой засватанной невесты являлось тяжким преступлением[4].
Στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζαχστάν
В Казахской ССР
Σύμφωνα με επίσημες σοβιετικές πηγές, στη ΣΣΔ του Καζαχστάν το έθιμο της απαγωγής της νύφης είχε εξαλειφθεί [5][6].
Согласно официальным советским источникам, в Казахской ССР обычай похищения невесты был искоренён[5][6].
Αλλά στην πραγματικότητα αυτό το έθιμο κατ΄ουδένα τρόπο δεν εξαφανίστηκε, αλλά μεταμορφώθηκε στην μετά από συμφωνία «αποχώρηση» των κοριτσιών από το σπίτι, που έμοιαζε όπως η «απαγωγή».
Но на самом деле этот обычай никуда не исчез, а трансформировался в согласованный «побег» девушки из дома, выглядящий как «похищение».
Περιπτώσεις μη σύμφωνης απαγωγής και γάμων με τη βία εκ νέου εμφανίστηκαν στην ύστερη σοβιετική περίοδο και στην μετασοβιετική εποχή[7].
Случаи несогласованных похищений и насильственной женитьбы вновь появились в поздний советский период и постсоветские годы[7].
Στο σύγχρονο Καζαχστάν
В современном Казахстане
Σύμφωνα με υπολογισμούς της οργάνωσης για την προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών, κάθε χρόνο στο Καζαχστάν πραγματοποιούνται 5.000 απαγωγές νυφών.
По оценкам организаций по защите прав женщин, ежегодно в Казахстане совершаются до 5 тыс. похищений невест.
Официальной статистики, που λαμβάνουν υπόψη τέτοια περιστατικά, δεν υπάρχουν.
Официальной статистики, учитывающей такие случаи, нет.
Για την εξάλειψη αυτού του εθίμου δεν σχεδιάζεται συμπερίληψη στον Ποινικό κώδικα ειδικού άρθρου για τους απαγωγείς νυφών, από τη στιγμή που αυτό είναι δυνατό στο πλαίσιο μιας ήδη ενεργής νομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται η τιμωρία για την απαγωγή του ανθρώπου.
Для искоренения этого обычая не планируется включение в Уголовный кодекс специальной статьи для похитителей невест, ибо это возможно в рамках уже действующего законодательства, в котором предусмотрено наказание за похищение человека.
Αλλά αυτό μόνο σε αυτή την περίπτωση, εάν η απαχθείσα κοπέλα θα θελήσει να υποβάλλει αγωγή προς τα αρμόδια όργανα εφαρμογής του νόμου, αν και πολλές απ΄αυτές υποκύπτουν σε μια τέτοια μοιραία συνθήκη.
Но это только в том случае, если похищенная девушка захочет обратиться в правоохранительные органы, ведь многие из них смиряются с такой судьбой.
Σ΄αυτό βοηθά το γεγονός, ότι μερικοί γονείς δεν επιθυμούν να πάρουν πίσω τις απαχθείσες κόρες τους[8].
Этому способствует то, что некоторые родители не хотят принимать обратно похищенных дочерей[8].
Στην απαγωγή συνήθως συμμετέχουν φίλοι και γνωστοί που η «νύφη» δεν τους υποψιάζεται για κάτι, και οι οποίοι την οδηγούν σε ένα απομονωμένο μέρος, και στη συνέχεια ο «γαμπρός» με τη βία τη βάζει στο αυτοκίνητο και την οδηγεί στο σπίτι του.
В похищении обычно участвуют подруги и знакомые ничего не подозревающей «невесты», которые выводят её в безлюдное место, а дальше «жених» насильно сажает её в автомобиль и отвозит в свой дом.
Με τον ερχομό της στη «νύφη» φοράνε εσάρπα, στρώνεται εορταστικό τραπέζι, οι νεαρές γυναίκες αρχίζουν να επαινούν το γαμπρό, ενώ οι θείες και οι γιαγιές αρχίζουν να πιέζουν την κοπέλα να συμφωνήσει στην τέλεση του γάμου.
По приезде на «невесту» надевается платок, накрывается праздничный стол, молодые женщины начинают хвалить жениха, а его тётушки и бабушки принимаются уговаривать девушку согласиться на заключение брака.