# el/Greek.xml.gz
# lt/Lithuanian.xml.gz


(src)="b.GEN.1.1.1"> Εν αρχη εποιησεν ο Θεος τον ουρανον και την γην .
(trg)="b.GEN.1.1.1"> Pradžioje Dievas sutvėrė dangų ir žemę .

(src)="b.GEN.1.2.1"> Η δε γη ητο αμορφος και ερημος και σκοτος επι του προσωπου της αβυσσου .
(src)="b.GEN.1.2.2"> Και πνευμα Θεου εφερετο επι της επιφανειας των υδατων .
(trg)="b.GEN.1.2.1"> Žemė buvo be pavidalo ir tuščia , tamsa gaubė gelmes , ir Dievo Dvasia sklandė virš vandenų .

(src)="b.GEN.1.3.1"> Και ειπεν ο Θεος , Γενηθητω φως και εγεινε φως
(trg)="b.GEN.1.3.1"> Dievas tarė : “ Teatsiranda šviesa ! ”
(trg)="b.GEN.1.3.2"> Ir atsirado šviesa .

(src)="b.GEN.1.4.1"> και ειδεν ο Θεος το φως οτι ητο καλον και διεχωρισεν ο Θεος το φως απο του σκοτους
(trg)="b.GEN.1.4.1"> Dievas matė šviesą ir , kad tai buvo gerai , ir Dievas atskyrė šviesą nuo tamsos .

(src)="b.GEN.1.5.1"> και εκαλεσεν ο Θεος το φως , Ημεραν το δε σκοτος εκαλεσε , Νυκτα .
(src)="b.GEN.1.5.2"> Και εγεινεν εσπερα και εγεινε πρωι , ημερα πρωτη .
(trg)="b.GEN.1.5.1"> Dievas pavadino šviesą diena , o tamsą naktimi .
(trg)="b.GEN.1.5.2"> Tai buvo vakaras ir rytas ­ pirmoji diena .

(src)="b.GEN.1.6.1"> Και ειπεν ο Θεος , Γενηθητω στερεωμα αναμεσον των υδατων , και ας διαχωριζη υδατα απο υδατων .
(trg)="b.GEN.1.6.1"> Dievas tarė : “ Teatsiranda tvirtuma tarp vandenų , ir ji teatskiria vandenis nuo vandenų ! ”

(src)="b.GEN.1.7.1"> Και εποιησεν ο Θεος το στερεωμα , και διεχωρισε τα υδατα τα υποκατωθεν του στερεωματος απο των υδατων των επανωθεν του στερεωματος .
(src)="b.GEN.1.7.2"> Και εγεινεν ουτω .
(trg)="b.GEN.1.7.1"> Dievas padarė tvirtumą ir atskyrė vandenis , kurie buvo po tvirtuma , nuo vandenų , kurie buvo virš tvirtumos .
(trg)="b.GEN.1.7.2"> Ir taip įvyko .

(src)="b.GEN.1.8.1"> Και εκαλεσεν ο Θεος το στερεωμα , Ουρανον .
(src)="b.GEN.1.8.2"> Και εγεινεν εσπερα και εγεινε πρωι , ημερα δευτερα .
(trg)="b.GEN.1.8.1"> Dievas pavadino tvirtumą dangumi .
(trg)="b.GEN.1.8.2"> Tai buvo vakaras ir rytas ­ antroji diena .

(src)="b.GEN.1.9.1"> Και ειπεν ο Θεος , Ας συναχθωσι τα υδατα τα υποκατω του ουρανου εις τοπον ενα , και ας φανη η ξηρα .
(src)="b.GEN.1.9.2"> Και εγεινεν ουτω .
(trg)="b.GEN.1.9.1"> Dievas tarė : “ Tesusirenka vandenys , kurie yra po dangumi , į vieną vietą ir tepasirodo sausuma ! ”
(trg)="b.GEN.1.9.2"> Ir taip įvyko .

(src)="b.GEN.1.10.1"> Και εκαλεσεν ο Θεος την ξηραν , γην και το συναγμα των υδατων εκαλεσε , Θαλασσας και ειδεν ο Θεος οτι ητο καλον .
(trg)="b.GEN.1.10.1"> Dievas pavadino sausumą žeme , o vandenų samplūdį ­ jūromis .
(trg)="b.GEN.1.10.2"> Ir Dievas matė , kad tai buvo gerai .

(src)="b.GEN.1.11.1"> Και ειπεν ο Θεος , Ας βλαστηση η γη χλωρον χορτον , χορτον καμνοντα σπορον , και δενδρον καρπιμον καμνον καρπον κατα το ειδος αυτου , του οποιου το σπερμα να ηναι εν αυτω επι της γης .
(src)="b.GEN.1.11.2"> Και εγεινεν ουτω .
(trg)="b.GEN.1.11.1"> Dievas tarė : “ Tegul žemė išaugina žolę , augalus , duodančius sėklą , ir vaismedžius , nešančius vaisių pagal jų rūšį , kuriuose yra jų sėkla ! ”
(trg)="b.GEN.1.11.2"> Ir taip įvyko .

(src)="b.GEN.1.12.1"> Και εβλαστησεν η γη χλωρον χορτον , χορτον καμνοντα σπορον κατα το ειδος αυτου , και δενδρον καμνον καρπον , του οποιου το σπερμα ειναι εν αυτω κατα το ειδος αυτου και ειδεν ο Θεος οτι ητο καλον .
(trg)="b.GEN.1.12.1"> Žemė išaugino žolę , augalus , duodančius sėklą pagal jų rūšį , ir medžius , nešančius vaisius pagal jų rūšį , kuriuose yra jų sėkla .
(trg)="b.GEN.1.12.2"> Ir Dievas matė , kad tai buvo gerai .

(src)="b.GEN.1.13.1"> Και εγεινεν εσπερα και εγεινε πρωι , ημερα τριτη .
(trg)="b.GEN.1.13.1"> Tai buvo vakaras ir rytas ­ trečioji diena .

(src)="b.GEN.1.14.1"> Και ειπεν ο Θεος , Ας γεινωσι φωστηρες εν τω στερεωματι του ουρανου , δια να διαχωριζωσι την ημεραν απο της νυκτος και ας ηναι δια σημεια και καιρους και ημερας και ενιαυτους
(trg)="b.GEN.1.14.1"> Dievas tarė : “ Teatsiranda šviesos dangaus tvirtumoje dienai nuo nakties atskirti ir tebūna jos ženklai pažymėti laikus , dienas ir metus .

(src)="b.GEN.1.15.1"> και ας ηναι δια φωστηρας εν τω στερεωματι του ουρανου , δια να φεγγωσιν επι της γης .
(src)="b.GEN.1.15.2"> Και εγεινεν ουτω .
(trg)="b.GEN.1.15.1"> Jos težiba dangaus tvirtumoje ir apšviečia žemę ! ”
(trg)="b.GEN.1.15.2"> Ir taip įvyko .

(src)="b.GEN.1.16.1"> Και εκαμεν ο Θεος τους δυο φωστηρας τους μεγαλους , τον φωστηρα τον μεγαν δια να εξουσιαζη επι της ημερας , και τον φωστηρα τον μικρον δια να εξουσιαζη επι της νυκτος και τους αστερας
(trg)="b.GEN.1.16.1"> Dievas padarė dvi dideles šviesas : didesniąją ­ dienai ir mažesniąją nakčiai valdyti , ir taip pat žvaigždes .

(src)="b.GEN.1.17.1"> και εθεσεν αυτους ο Θεος εν τω στερεωματι του ουρανου , δια να φεγγωσιν επι της γης ,
(trg)="b.GEN.1.17.1"> Dievas išdėstė jas dangaus tvirtumoje , kad šviestų žemei ,

(src)="b.GEN.1.18.1"> και να εξουσιαζωσιν επι της ημερας και επι της νυκτος και να διαχωριζωσι το φως απο του σκοτους .
(src)="b.GEN.1.18.2"> Και ειδεν ο Θεος οτι ητο καλον .
(trg)="b.GEN.1.18.1"> valdytų dieną bei naktį ir atskirtų šviesą nuo tamsos .
(trg)="b.GEN.1.18.2"> Ir Dievas matė , kad tai buvo gerai .

(src)="b.GEN.1.19.1"> Και εγεινεν εσπερα και εγεινε πρωι , ημερα τεταρτη .
(trg)="b.GEN.1.19.1"> Tai buvo vakaras ir rytas ­ ketvirtoji diena .

(src)="b.GEN.1.20.1"> Και ειπεν ο Θεος , Ας γεννησωσι τα υδατα εν αφθονια νηκτα εμψυχα και πετεινα ας πετωνται επανωθεν της γης κατα το στερεωμα του ουρανου .
(trg)="b.GEN.1.20.1"> Dievas tarė : “ Tegul vandenys knibždėte knibžda gyvūnais ir paukščiai teskraido virš žemės , padangėse ! ”

(src)="b.GEN.1.21.1"> Και εποιησεν ο Θεος τα κητη τα μεγαλα και παν εμψυχον κινουμενον , τα οποια εγεννησαν εν αφθονια τα υδατα κατα το ειδος αυτων , και παν πετεινον πτερωτον κατα το ειδος αυτου .
(src)="b.GEN.1.21.2"> Και ειδεν ο Θεος οτι ητο καλον .
(trg)="b.GEN.1.21.1"> Taip Dievas sutvėrė didelius jūros gyvūnus ir visus kitus gyvius , kurie atsirado iš vandens , ir visus paukščius pagal jų rūšį .
(trg)="b.GEN.1.21.2"> Ir Dievas matė , kad tai buvo gerai .

(src)="b.GEN.1.22.1"> Και ευλογησεν αυτα ο Θεος , λεγων , Αυξανεσθε και πληθυνεσθε και γεμισατε τα υδατα εν ταις θαλασσαις και τα πετεινα ας πληθυνωνται επι της γης .
(trg)="b.GEN.1.22.1"> Dievas juos palaimino , tardamas : “ Būkite vaisingi , dauginkitės ir pripildykite vandenis jūrose , o paukščiai tepripildo žemę ! ”

(src)="b.GEN.1.23.1"> Και εγεινεν εσπερα και εγεινε πρωι , ημερα πεμπτη .
(trg)="b.GEN.1.23.1"> Tai buvo vakaras ir rytas ­ penktoji diena .

(src)="b.GEN.1.24.1"> Και ειπεν ο Θεος , Ας γεννηση η γη ζωα εμψυχα κατα το ειδος αυτων , κτηνη και ερπετα και ζωα της γης κατα το ειδος αυτων και εγεινεν ουτω .
(trg)="b.GEN.1.24.1"> Dievas tarė : “ Tegul žemė išaugina gyvūnus pagal jų rūšį : gyvulius , roplius ir laukinius žvėris , kiekvieną pagal savo rūšį ! ”
(trg)="b.GEN.1.24.2"> Ir taip įvyko .

(src)="b.GEN.1.25.1"> Και εκαμεν ο Θεος τα ζωα της γης κατα το ειδος αυτων , και τα κτηνη κατα το ειδος αυτων , και παν ερπετον της γης κατα το ειδος αυτου .
(src)="b.GEN.1.25.2"> Και ειδεν ο Θεος οτι ητο καλον .
(trg)="b.GEN.1.25.1"> Dievas padarė laukinius žvėris , gyvulius ir visokius roplius , kiekvieną pagal jų rūšį .
(trg)="b.GEN.1.25.2"> Ir Dievas matė , kad tai buvo gerai .

(src)="b.GEN.1.26.1"> Και ειπεν ο θεος , Ας καμωμεν ανθρωπον κατ ' εικονα ημων , καθ ' ομοιωσιν ημων και ας εξουσιαζη επι των ιχθυων της θαλασσης και επι των πετεινων του ουρανου και επι των κτηνων και επι πασης της γης και επι παντος ερπετου , ερποντος επι της γης .
(trg)="b.GEN.1.26.1"> Dievas tarė : “ Padarykime žmogų pagal mūsų atvaizdą ir panašumą .
(trg)="b.GEN.1.26.2"> Jie tevaldo jūros žuvis , padangių paukščius , gyvulius ir visą žemę bei visus roplius , kurie gyvena ant žemės ! ”

(src)="b.GEN.1.27.1"> Και εποιησεν ο Θεος τον ανθρωπον κατ ' εικονα εαυτου κατ ' εικονα Θεου εποιησεν αυτον αρσεν και θηλυ εποιησεν αυτους
(trg)="b.GEN.1.27.1"> Ir Dievas sutvėrė žmogų pagal savo atvaizdą ; pagal Dievo atvaizdą sutvėrė Jis jį ; vyrą ir moterį sutvėrė Jis .

(src)="b.GEN.1.28.1"> και ευλογησεν αυτους ο Θεος και ειπε προς αυτους ο Θεος , Αυξανεσθε και πληθυνεσθε και γεμισατε την γην και κυριευσατε αυτην , και εξουσιαζετε επι των ιχθυων της θαλασσης και επι των πετεινων του ουρανου και επι παντος ζωου κινουμενου επι της γης .
(trg)="b.GEN.1.28.1"> Dievas juos palaimino ir tarė : “ Būkite vaisingi ir dauginkitės , pripildykite žemę ir užvaldykite ją , viešpataukite jūros žuvims , padangių paukščiams ir kiekvienam gyvam padarui , kuris kruta ant žemės ! ”

(src)="b.GEN.1.29.1"> Και ειπεν ο Θεος , Ιδου , σας εδωκα παντα χορτον καμνοντα σπορον , οστις ειναι επι του προσωπου πασης της γης , και παν δενδρον , το οποιον εχει εν εαυτω καρπον δενδρου καμνοντος σπορον ταυτα θελουσιν εισθαι εις εσας προς τροφην
(trg)="b.GEN.1.29.1"> Dievas tarė : “ Aš jums daviau įvairias žoles , turinčias sėklą , kurios auga žemės paviršiuje , ir visus medžius , kurių vaisius turi sėklą ; jums tebūna tai maistas .

(src)="b.GEN.1.30.1"> και εις παντα τα ζωα της γης και εις παντα τα πετεινα του ουρανου και εις παν ερπετον ερπον επι της γης και εχον εν εαυτω ψυχην ζωσαν , εδωκα παντα χλωρον χορτον εις τροφην .
(src)="b.GEN.1.30.2"> Και εγεινεν ουτω .
(trg)="b.GEN.1.30.1"> Ir visiems žemės gyvūnams , visiems padangių paukščiams ir visiems , kas kruta ant žemės , kas turi gyvybę , daviau visus žaliuojančius augalus maistui ” .
(trg)="b.GEN.1.30.2"> Ir taip įvyko .

(src)="b.GEN.1.31.1"> Και ειδεν ο Θεος παντα οσα εποιησε και ιδου , ησαν καλα λιαν .
(src)="b.GEN.1.31.2"> Και εγεινεν εσπερα και εγεινε πρωι , ημερα εκτη .
(trg)="b.GEN.1.31.1"> Dievas matė visa , ką buvo padaręs , ir tai buvo labai gerai .
(trg)="b.GEN.1.31.2"> Buvo vakaras ir rytas ­ šeštoji diena .

(src)="b.GEN.2.1.1"> Και συνετελεσθησαν ο ουρανος και η γη και πασα η στρατια αυτων .
(trg)="b.GEN.2.1.1"> Taip buvo sutvertas dangus , žemė ir visi jų pulkai .

(src)="b.GEN.2.2.1"> Και ειχε συντετελεσμενα ο Θεος εν τη ημερα τη εβδομη τα εργα αυτου , τα οποια εκαμε και ανεπαυθη την ημεραν την εβδομην απο παντων των εργων αυτου , τα οποια εκαμε .
(trg)="b.GEN.2.2.1"> Dievas septintą dieną užbaigė savo darbus ir ilsėjosi septintą dieną po visų savo darbų , kuriuos atliko .

(src)="b.GEN.2.3.1"> Και ευλογησεν ο Θεος την ημεραν την εβδομην και ηγιασεν αυτην διοτι εν αυτη ανεπαυθη απο παντων των εργων αυτου , τα οποια εκτισε και εκαμεν ο Θεος .
(trg)="b.GEN.2.3.1"> Dievas palaimino septintą dieną ir ją pašventino , nes joje ilsėjosi po visų savo darbų , kuriuos Dievas sukūrė ir padarė .

(src)="b.GEN.2.4.1"> Αυτη ειναι η γενεσις του ουρανου και της γης , οτε εκτισθησαν αυτα , καθ ' ην ημεραν εποιησε Κυριος ο Θεος γην και ουρανον ,
(trg)="b.GEN.2.4.1"> Tokia yra dangaus ir žemės kilmė , kai jie buvo sukurti tą dieną , kurią Viešpats Dievas sutvėrė žemę ir dangų ,

(src)="b.GEN.2.5.1"> και παντα τα φυτα του αγρου , πριν γεινωσιν επι της γης , και παντα χορτον του αγρου , πριν βλαστηση διοτι δεν ειχε βρεξει Κυριος ο Θεος επι της γης , και ανθρωπος δεν ητο δια να εργαζηται την γην
(trg)="b.GEN.2.5.1"> ir visus lauko augalus , kurių dar nebuvo žemėje , ir visas lauko žoles , kurios dar nežėlė ; nes Viešpats Dievas nesiuntė į žemę lietaus ir nebuvo žmogaus žemei įdirbti .

(src)="b.GEN.2.6.1"> ο ατμος δε ανεβαινεν απο της γης και εποτιζε παν το προσωπον της γης .
(trg)="b.GEN.2.6.1"> Migla kilo nuo žemės ir drėkino jos paviršių .

(src)="b.GEN.2.7.1"> Και επλασε Κυριος ο Θεος τον ανθρωπον απο χωματος εκ της γης. και ενεφυσησεν εις τους μυκτηρας αυτου πνοην ζωης , και εγεινεν ο ανθρωπος εις ψυχην ζωσαν .
(trg)="b.GEN.2.7.1"> Ir Viešpats Dievas padarė žmogų iš žemės dulkių ir įkvėpė į jo šnerves gyvybės kvapą .
(trg)="b.GEN.2.7.2"> Taip žmogus tapo gyva siela .

(src)="b.GEN.2.8.1"> Και εφυτευσε Κυριος ο Θεος παραδεισον εν τη Εδεμ κατα ανατολας και εθεσεν εκει τον ανθρωπον , τον οποιον επλασε .
(trg)="b.GEN.2.8.1"> Viešpats Dievas sukūrė sodą Edene rytuose ir ten apgyvendino žmogų , kurį buvo sutvėręs .

(src)="b.GEN.2.9.1"> Και Κυριος ο Θεος εκαμε να βλαστηση εκ της γης παν δενδρον ωραιον εις την ορασιν και καλον εις την γευσιν και το ξυλον της ζωης εν μεσω του παραδεισου και το ξυλον της γνωσεως του καλου και του κακου .
(trg)="b.GEN.2.9.1"> Viešpats Dievas išaugino iš žemės visokių medžių , gražių pasižiūrėti ir nešančių gerus vaisius maistui ; taip pat gyvybės medį sodo viduryje ir medį pažinimo gero ir blogo .

(src)="b.GEN.2.10.1"> Ποταμος δε εξηρχετο εκ της Εδεμ δια να ποτιζη τον παραδεισον και εκειθεν εμεριζετο εις τεσσαρας κλαδους .
(trg)="b.GEN.2.10.1"> Upė tekėjo iš Edeno sodui drėkinti ; nuo ten ji šakojosi į keturias upes .

(src)="b.GEN.2.11.1"> Το ονομα του ενος , Φισων ουτος ειναι ο περικυκλονων πασαν την γην Αβιλα οπου ευρισκεται το χρυσιον
(trg)="b.GEN.2.11.1"> Pirmosios vardas Pišonas .
(trg)="b.GEN.2.11.2"> Ji teka aplink visą Havilos šalį , kur randamas auksas .

(src)="b.GEN.2.12.1"> το δε χρυσιον της γης εκεινης ειναι καλον εκει ειναι το βδελλιον και ο λιθος ο ονυχιτης .
(trg)="b.GEN.2.12.1"> Tos šalies auksas yra geras .
(trg)="b.GEN.2.12.2"> Ten randa bdeliją ir onikso akmenį .

(src)="b.GEN.2.13.1"> Και το ονομα του ποταμου του δευτερου , Γιων ουτος ειναι ο περικυκλονων πασαν την γην Χους .
(trg)="b.GEN.2.13.1"> Antrosios upės vardas Gihonas .
(trg)="b.GEN.2.13.2"> Ji teka aplink visą Kušo šalį .

(src)="b.GEN.2.14.1"> Και το ονομα του ποταμου του τριτου , Τιγρις ουτος ειναι ο ρεων προς ανατολας της Ασσυριας .
(src)="b.GEN.2.14.2"> Ο δε ποταμος ο τεταρτος , ουτος ειναι ο Ευφρατης .
(trg)="b.GEN.2.14.1"> Trečiosios upės vardas Tigras .
(trg)="b.GEN.2.14.2"> Ji teka į rytus nuo Asūro .
(trg)="b.GEN.2.14.3"> O ketvirtoji upė yra Eufratas .

(src)="b.GEN.2.15.1"> Και ελαβε Κυριος ο Θεος τον ανθρωπον και εθεσεν αυτον εν τω παραδεισω της Εδεμ δια να εργαζηται αυτον και να φυλαττη αυτον .
(trg)="b.GEN.2.15.1"> Ir paėmė Viešpats Dievas žmogų ir apgyvendino jį Edeno sode , kad žmogus jį įdirbtų ir prižiūrėtų .

(src)="b.GEN.2.16.1"> Προσεταξε δε Κυριος ο Θεος εις τον Αδαμ λεγων , Απο παντος δενδρου του παραδεισου ελευθερως θελεις τρωγει ,
(trg)="b.GEN.2.16.1"> Viešpats Dievas įsakė žmogui : “ Nuo kiekvieno sodo medžio tau leista valgyti ,

(src)="b.GEN.2.17.1"> απο δε του ξυλου της γνωσεως του καλου και του κακου δεν θελεις φαγει απ ' αυτου διοτι καθ ' ην ημεραν φαγης απ ' αυτου , θελεις εξαπαντος αποθανει .
(trg)="b.GEN.2.17.1"> bet nuo medžio pažinimo gero ir blogo nevalgyk , nes tą dieną , kurią valgysi jo vaisių , tikrai mirsi ” .

(src)="b.GEN.2.18.1"> Και ειπε Κυριος ο Θεος , Δεν ειναι καλον να ηναι ο ανθρωπος μονος θελω καμει εις αυτον βοηθον ομοιον με αυτον .
(trg)="b.GEN.2.18.1"> Viešpats Dievas tarė : “ Negerai žmogui būti vienam .
(trg)="b.GEN.2.18.2"> Aš padarysiu jam tinkamą padėjėją ” .

(src)="b.GEN.2.19.1"> Επλασε δε Κυριος ο Θεος εκ της γης παντα τα ζωα του αγρου και παντα τα πετεινα του ουρανου , και εφερεν αυτα προς τον Αδαμ , δια να ιδη πως να ονομαση αυτα και ο , τι ονομα ηθελε δωσει ο Αδαμ εις παν εμψυχον , τουτο να ηναι το ονομα αυτου .
(trg)="b.GEN.2.19.1"> Viešpats Dievas , padaręs iš žemės visus žvėris bei padangių paukščius , juos atvedė prie Adomo , kad matytų , kaip jis juos pavadins ; kaip Adomas pavadino kiekvieną gyvą padarą , toks ir yra jo vardas .

(src)="b.GEN.2.20.1"> Και εδωκεν ο Αδαμ ονοματα εις παντα τα κτηνη και εις τα πτηνα του ουρανου και εις παντα τα ζωα του αγρου εις δε τον Αδαμ δεν ευρισκετο βοηθος ομοιος με αυτον .
(trg)="b.GEN.2.20.1"> Adomas davė vardus visiems gyvuliams , padangių paukščiams ir visiems lauko žvėrims , tačiau tarp jų neatsirado padėjėjo , tinkamo žmogui .

(src)="b.GEN.2.21.1"> Και επεβαλε Κυριος ο Θεος εκστασιν επι τον Αδαμ , και εκοιμηθη και ελαβε μιαν εκ των πλευρων αυτου και εκλεισε με σαρκα τον τοπον αυτης .
(trg)="b.GEN.2.21.1"> Tada Viešpats Dievas giliai užmigdė Adomą , išėmė vieną jo šonkaulių ir tą vietą užpildė kūnu .

(src)="b.GEN.2.22.1"> Και κατεσκευασε Κυριος ο Θεος την πλευραν , την οποιαν ελαβεν απο του Αδαμ , εις γυναικα και εφερεν αυτην προς τον Αδαμ .
(trg)="b.GEN.2.22.1"> Po to Viešpats Dievas iš šonkaulio , kurį išėmė iš žmogaus , padarė moterį ir ją atvedė pas žmogų .

(src)="b.GEN.2.23.1"> Και ειπεν ο Αδαμ , Τουτο ειναι τωρα οστουν εκ των οστεων μου και σαρξ εκ της σαρκος μου αυτη θελει ονομασθη ανδρις , διοτι εκ του ανδρος αυτη εληφθη .
(trg)="b.GEN.2.23.1"> Tada Adomas tarė : “ Štai kaulas iš mano kaulų ir kūnas iš mano kūno !
(trg)="b.GEN.2.23.2"> Šita bus vadinama moterimi , nes iš vyro ji paimta ” .

(src)="b.GEN.2.24.1"> Δια τουτο θελει αφησει ο ανθρωπος τον πατερα αυτου και την μητερα αυτου , και θελει προσκολληθη εις την γυναικα αυτου και θελουσιν εισθαι οι δυο εις σαρκα μιαν .
(trg)="b.GEN.2.24.1"> Todėl vyras paliks savo tėvą bei motiną ir susijungs su savo žmona ; ir juodu taps vienu kūnu .

(src)="b.GEN.2.25.1"> Ησαν δε και οι δυο γυμνοι , ο Αδαμ και η γυνη αυτου , και δεν ησχυνοντο .
(trg)="b.GEN.2.25.1"> Jie abu ­ žmogus ir jo žmona ­ buvo nuogi , tačiau nesigėdijo .

(src)="b.GEN.3.1.1"> Ο δε οφις ητο το φρονιμωτερον παντων των ζωων του αγρου , τα οποια εκαμε Κυριος ο Θεος και ειπεν ο οφις προς την γυναικα , Τω οντι ειπεν ο Θεος , Μη φαγητε απο παντος δενδρου του παραδεισου ;
(trg)="b.GEN.3.1.1"> Gyvatė buvo gudresnė už visus žemės gyvūnus , kuriuos Viešpats Dievas sutvėrė .
(trg)="b.GEN.3.1.2"> Ji tarė moteriai : “ Ar tikrai Dievas pasakė : ‘ Nevalgykite nuo visų sodo medžių ’ ? ”

(src)="b.GEN.3.2.1"> Και ειπεν η γυνη προς τον οφιν , Απο του καρπου των δενδρων του παραδεισου δυναμεθα να φαγωμεν
(trg)="b.GEN.3.2.1"> Moteris atsakė gyvatei : “ Mums leista valgyti sodo medžių vaisius ,

(src)="b.GEN.3.3.1"> απο δε του καρπου του δενδρου , το οποιον ειναι εν μεσω του παραδεισου , ειπεν ο Θεος , Μη φαγητε απ ' αυτου , μηδε εγγισητε αυτον , δια να μη αποθανητε .
(trg)="b.GEN.3.3.1"> išskyrus vaisius medžio , kuris yra sodo viduryje .
(trg)="b.GEN.3.3.2"> Dievas įsakė : ‘ Nevalgykite nuo jo ir nelieskite jo , kad nemirtumėte ’ ” .

(src)="b.GEN.3.4.1"> Και ειπεν ο οφις προς την γυναικα , Δεν θελετε βεβαιως αποθανει
(trg)="b.GEN.3.4.1"> Gyvatė atsakė : “ Nemirsite !

(src)="b.GEN.3.5.1"> αλλ ' εξευρει ο Θεος , οτι καθ ' ην ημεραν φαγητε απ ' αυτου , θελουσιν ανοιχθη οι οφθαλμοι σας , και θελετε εισθαι ως θεοι , γνωριζοντες το καλον και το κακον .
(trg)="b.GEN.3.5.1"> Dievas žino , kad tą dieną , kurią valgysite nuo jo , atsivers jūsų akys ir jūs tapsite kaip dievai , pažindami gera ir bloga ” .

(src)="b.GEN.3.6.1"> Και ειδεν η γυνη , οτι το δενδρον ητο καλον εις βρωσιν , και οτι ητο αρεστον εις τους οφθαλμους , και επιθυμητον το δενδρον ως διδον γνωσιν και λαβουσα εκ του καρπου αυτου , εφαγε και εδωκε και εις τον ανδρα αυτης μεθ ' εαυτης , και αυτος εφαγε .
(trg)="b.GEN.3.6.1"> Kai moteris pamatė , kad medžio vaisiai yra tinkami maistui , patrauklūs akims ir , vieną suvalgius , galima įsigyti išminties , ji paėmė jo vaisių , pati valgė ir davė savo vyrui , ir jis valgė .

(src)="b.GEN.3.7.1"> Και ηνοιχθησαν οι οφθαλμοι αμφοτερων , και εγνωρισαν οτι ησαν γυμνοι και ραψαντες φυλλα συκης , εκαμον εις εαυτους περιζωματα .
(trg)="b.GEN.3.7.1"> Tada atsivėrė abiejų akys ir jie suprato esą nuogi ; juodu supynė figmedžio lapus ir pasidarė prijuostes .

(src)="b.GEN.3.8.1"> Και ηκουσαν την φωνην Κυριου του Θεου , περιπατουντος εν τω παραδεισω προς το δειλινον και εκρυφθησαν ο Αδαμ και η γυνη αυτου απο προσωπου Κυριου του Θεου , μεταξυ των δενδρων του παραδεισου .
(trg)="b.GEN.3.8.1"> Dienai atvėsus , išgirdę Viešpaties Dievo , vaikščiojančio sode , balsą , Adomas ir jo žmona pasislėpė nuo Viešpaties Dievo veido tarp sodo medžių .

(src)="b.GEN.3.9.1"> Εκαλεσε δε Κυριος ο Θεος τον Αδαμ , και ειπε προς αυτον , Που εισαι ;
(trg)="b.GEN.3.9.1"> Viešpats Dievas pašaukė Adomą : “ Kur tu esi ? ”

(src)="b.GEN.3.10.1"> Ο δε ειπε , Την φωνην σου ηκουσα εν τω παραδεισω , και εφοβηθην , διοτι ειμαι γυμνος και εκρυφθην .
(trg)="b.GEN.3.10.1"> O tas atsiliepė : “ Išgirdau Tavo balsą ir , išsigandęs , kad esu nuogas , pasislėpiau ” .

(src)="b.GEN.3.11.1"> Και ειπε προς αυτον ο Θεος , Τις εφανερωσεν εις σε οτι εισαι γυμνος ; Μηπως εφαγες απο του δενδρου , απο του οποιου προσεταξα εις σε να μη φαγης ;
(trg)="b.GEN.3.11.1"> Dievas tarė : “ Kas tau pasakė , kad tu nuogas ?
(trg)="b.GEN.3.11.2"> Gal valgei nuo medžio , nuo kurio tau įsakiau nevalgyti ? ”

(src)="b.GEN.3.12.1"> Και ειπεν ο Αδαμ , Η γυνη την οποιαν εδωκας να ηναι μετ ' εμου , αυτη μοι εδωκεν απο του δενδρου , και εφαγον .
(trg)="b.GEN.3.12.1"> Žmogus atsakė : “ Moteris , kurią Tu man davei , davė man nuo to medžio , ir aš valgiau ” .

(src)="b.GEN.3.13.1"> Και ειπε Κυριος ο Θεος προς την γυναικα , Τι ειναι τουτο το οποιον εκαμες ; Και η γυνη ειπεν , Ο οφις με ηπατησε , και εφαγον .
(trg)="b.GEN.3.13.1"> Tada Viešpats Dievas tarė moteriai : “ Kodėl tu taip padarei ? ”
(trg)="b.GEN.3.13.2"> Moteris atsakė : “ Gyvatė mane apgavo , ir aš valgiau ” .

(src)="b.GEN.3.14.1"> Και ειπε Κυριος ο Θεος προς τον οφιν , Επειδη εκαμες τουτο , επικαταρατος να ησαι μεταξυ παντων των κτηνων , και παντων των ζωων του αγρου επι της κοιλιας σου θελεις περιπατει , και χωμα θελεις τρωγει , πασας τας ημερας της ζωης σου
(trg)="b.GEN.3.14.1"> Tada Viešpats Dievas tarė gyvatei : “ Kadangi taip padarei , esi prakeikta tarp visų gyvulių ir laukinių žvėrių .
(trg)="b.GEN.3.14.2"> Tu slinksi pilvu ir dulkes ėsi per visą savo gyvenimą !

(src)="b.GEN.3.15.1"> και εχθραν θελω στησει αναμεσον σου και της γυναικος , και αναμεσον του σπερματος σου και του σπερματος αυτης αυτο θελει σου συντριψει την κεφαλην , και συ θελεις κεντησει την πτερναν αυτου .
(trg)="b.GEN.3.15.1"> Aš sukelsiu priešiškumą tarp tavęs ir moters , tarp tavo sėklos ir moters sėklos .
(trg)="b.GEN.3.15.2"> Ji sutrins tau galvą , o tu gelsi jai į kulnį ” .

(src)="b.GEN.3.16.1"> Προς δε την γυναικα ειπε , Θελω υπερπληθυνει τας λυπας σου και τους πονους της κυοφοριας σου με λυπας θελεις γεννα τεκνα και προς τον ανδρα σου θελει εισθαι η επιθυμια σου , και αυτος θελει σε εξουσιαζει .
(trg)="b.GEN.3.16.1"> Moteriai Jis tarė : “ Aš padauginsiu tavo nėštumo vargus ir su skausmu tu gimdysi vaikus ; tave trauks prie tavo vyro , o jis tau viešpataus ” .

(src)="b.GEN.3.17.1"> Προς δε τον Αδαμ ειπεν , Επειδη υπηκουσας εις τον λογον της γυναικος σου , και εφαγες απο του δενδρου , απο του οποιου προσεταξα εις σε λεγων , Μη φαγης απ ' αυτου , κατηραμενη να ηναι η γη εξ αιτιας σου με λυπας θελεις τρωγει τους καρπους αυτης πασας τας ημερας της ζωης σου
(trg)="b.GEN.3.17.1"> O Adomui Jis tarė : “ Kadangi tu paklausei savo žmonos ir valgei nuo medžio , apie kurį tau buvau įsakęs : ‘ Nevalgyk nuo jo ’ , ­ prakeikta bus žemė dėl tavęs !
(trg)="b.GEN.3.17.2"> Vargdamas turėsi maitintis iš jos visą savo gyvenimą .

(src)="b.GEN.3.18.1"> και ακανθας και τριβολους θελει βλαστανει εις σε και θελεις τρωγει τον χορτον του αγρου
(trg)="b.GEN.3.18.1"> Erškėčius ir usnis ji augins tau , ir tu valgysi lauko augalus .

(src)="b.GEN.3.19.1"> εν τω ιδρωτι του προσωπου σου θελεις τρωγει τον αρτον σου , εωσου επιστρεψης εις την γην , εκ της οποιας εληφθης επειδη γη εισαι , και εις γην θελεις επιστρεψει .
(trg)="b.GEN.3.19.1"> Valgysi prakaitu uždirbtą duoną , kol sugrįši į žemę , iš kurios esi paimtas .
(trg)="b.GEN.3.19.2"> Esi dulkė ir dulke vėl pavirsi ” .

(src)="b.GEN.3.20.1"> Και εκαλεσεν ο Αδαμ το ονομα της γυναικος αυτου , Ευαν διοτι αυτη ητο μητηρ παντων των ζωντων .
(trg)="b.GEN.3.20.1"> Adomas pavadino savo žmoną Ieva , nes ji tapo visų gyvųjų motina .

(src)="b.GEN.3.21.1"> Και εκαμε Κυριος ο Θεος εις τον Αδαμ και εις την γυναικα αυτου χιτωνας δερματινους , και ενεδυσεν αυτους .
(trg)="b.GEN.3.21.1"> Viešpats Dievas padarė Adomui ir jo žmonai kailinius rūbus ir jais apvilko juos .

(src)="b.GEN.3.22.1"> Και ειπε Κυριος ο Θεος , Ιδου , εγεινεν ο Αδαμ ως εις εξ ημων , εις το γινωσκειν το καλον και το κακον και τωρα μηπως εκτεινη την χειρα αυτου , και λαβη και απο του ξυλου της ζωης , και φαγη , και ζηση αιωνιως
(trg)="b.GEN.3.22.1"> Tada Viešpats Dievas tarė : “ Štai žmogus tapo kaip vienas iš mūsų , pažindamas gera ir bloga ; ir dabar , kad jis , ištiesęs savo ranką , neskintų nuo gyvybės medžio ir nevalgytų , ir negyventų per amžius ” .

(src)="b.GEN.3.23.1"> Οθεν Κυριος ο Θεος εξαπεστειλεν αυτον εκ του παραδεισου της Εδεμ , δια να εργαζηται την γην εκ της οποιας εληφθη .
(trg)="b.GEN.3.23.1"> Todėl Viešpats Dievas išvarė jį iš Edeno sodo dirbti žemę , iš kurios jis buvo paimtas .

(src)="b.GEN.3.24.1"> Και εξεδιωξε τον Αδαμ και κατα ανατολας του παραδεισου της Εδεμ εθεσε τα Χερουβειμ , και την ρομφαιαν την φλογινην , την περιστρεφομενην , δια να φυλαττωσι την οδον του ξυλου της ζωης .
(trg)="b.GEN.3.24.1"> Išvaręs žmogų , į rytus nuo Edeno sodo Viešpats pastatė cherubus su švytruojančiu ugniniu kardu saugoti kelią prie gyvybės medžio .

(src)="b.GEN.4.1.1"> Ο δε Αδαμ εγνωρισεν Ευαν την γυναικα αυτου και συνελαβε , και εγεννησε τον Καιν και ειπεν , Απεκτησα ανθρωπον δια του Κυριου .
(trg)="b.GEN.4.1.1"> Ir Adomas pažino savo žmoną Ievą , ir ji tapo nėščia .
(trg)="b.GEN.4.1.2"> Ji pagimdė Kainą ir tarė : “ Įsigijau sūnų Viešpaties pagalba ” .

(src)="b.GEN.4.2.1"> Και προσετι εγεννησε τον αδελφον αυτου τον Αβελ .
(src)="b.GEN.4.2.2"> Και ητο ο Αβελ ποιμην προβατων , ο δε Καιν ητο γεωργος .
(trg)="b.GEN.4.2.1"> Ji dar pagimdė jo brolį Abelį .
(trg)="b.GEN.4.2.2"> Abelis buvo avių piemuo , o Kainas ­ žemdirbys .

(src)="b.GEN.4.3.1"> Και μεθ ' ημερας προσεφερεν ο Καιν απο των καρπων της γης προσφοραν προς τον Κυριον .
(trg)="b.GEN.4.3.1"> Kuriam laikui praėjus , Kainas aukojo Viešpačiui iš žemės vaisių .

(src)="b.GEN.4.4.1"> Και ο Αβελ προσεφερε και αυτος απο των πρωτοτοκων των προβατων αυτου , και απο των στεατων αυτων .
(src)="b.GEN.4.4.2"> Και επεβλεψε με ευμενειαν Κυριος επι τον Αβελ και επι την προσφοραν αυτου
(trg)="b.GEN.4.4.1"> Taip pat ir Abelis aukojo iš savo bandos riebiausių pirmagimių .
(trg)="b.GEN.4.4.2"> Viešpats pažvelgė į Abelį ir jo auką ,

(src)="b.GEN.4.5.1"> επι δε τον Καιν και επι την προσφοραν αυτου δεν επεβλεψε .
(src)="b.GEN.4.5.2"> Και ηγανακτησεν ο Καιν σφοδρα , και εκατηφιασε το προσωπον αυτου
(trg)="b.GEN.4.5.1"> tačiau į Kainą ir jo auką Jis nepažvelgė .
(trg)="b.GEN.4.5.2"> Todėl Kainas labai supyko , ir jo veidas paniuro .

(src)="b.GEN.4.6.1"> Και ειπε Κυριος προς τον Καιν , Δια τι ηγανακτησας ; και δια τι εκατηφιασε το προσωπον σου ;
(trg)="b.GEN.4.6.1"> Viešpats tarė Kainui : “ Kodėl tu supykai ir tavo veidas paniuro ?

(src)="b.GEN.4.7.1"> αν συ πραττης καλως , δεν θελεις εισθαι ευπροσδεκτος ; και εαν δεν πραττης καλως , εις την θυραν κειται η αμαρτια .
(src)="b.GEN.4.7.2"> Αλλ ' εις σε θελει εισθαι η επιθυμια αυτου , και συ θελεις εξουσιαζει επ ' αυτου .
(trg)="b.GEN.4.7.1"> Darydamas gera , argi nebūsi priimtas ?
(trg)="b.GEN.4.7.2"> O jei gera nedarai , nuodėmė tyko prie durų .
(trg)="b.GEN.4.7.3"> Ji traukia tave , tačiau tu turi viešpatauti jai ” .

(src)="b.GEN.4.8.1"> Και ειπεν ο Καιν προς Αβελ τον αδελφον αυτου , Ας υπαγωμεν εις την πεδιαδα και ενω ησαν εν τη πεδιαδι , σηκωθεις ο Καιν κατα του αδελφου αυτου Αβελ εφονευσεν αυτον .
(trg)="b.GEN.4.8.1"> Kainas kalbėjo savo broliui Abeliui .
(trg)="b.GEN.4.8.2"> Jiems esant laukuose , Kainas užpuolė savo brolį Abelį ir jį užmušė .

(src)="b.GEN.4.9.1"> Και ειπε Κυριος προς τον Καιν , Που ειναι Αβελ ο αδελφος σου ; Ο δε ειπε , Δεν εξευρω μη φυλαξ του αδελφου μου ειμαι εγω ;
(trg)="b.GEN.4.9.1"> Tada Viešpats paklausė Kaino : “ Kur yra tavo brolis Abelis ? ”
(trg)="b.GEN.4.9.2"> O jis atsakė : “ Nežinau .
(trg)="b.GEN.4.9.3"> Argi aš esu savo brolio sargas ? ”

(src)="b.GEN.4.10.1"> Και ειπεν ο Θεος , Τι εκαμες ; η φωνη του αιματος του αδελφου σου βοα προς εμε εκ της γης
(trg)="b.GEN.4.10.1"> Tada Viešpats tarė : “ Ką padarei ?
(trg)="b.GEN.4.10.2"> Tavo brolio kraujas šaukiasi manęs nuo žemės .

(src)="b.GEN.4.11.1"> και τωρα επικαταρατος να ησαι απο της γης , ητις ηνοιξε το στομα αυτης δια να δεχθη το αιμα του αδελφου σου εκ της χειρος σου
(trg)="b.GEN.4.11.1"> Taigi dabar esi prakeiktas ant žemės , kuri atsivėrė ir priėmė iš tavo rankos tavo brolio kraują .

(src)="b.GEN.4.12.1"> οταν εργαζησαι την γην , δεν θελει εις το εξης σοι δωσει τον καρπον αυτης πλανητης και φυγας θελεις εισθαι επι της γης .
(trg)="b.GEN.4.12.1"> Kai tu ją dirbsi , ji nebeduos tau derliaus .
(trg)="b.GEN.4.12.2"> Tu būsi klajūnas ir benamis žemėje ” .

(src)="b.GEN.4.13.1"> Και ειπεν ο Καιν προς τον Κυριον , Η αμαρτια μου ειναι μεγαλητερα παρ ' ωστε να συγχωρηθη
(trg)="b.GEN.4.13.1"> Tada Kainas tarė Viešpačiui : “ Mano bausmė yra per didelė , kad galėčiau ją pakelti .

(src)="b.GEN.4.14.1"> ιδου , με διωκεις σημερον απο προσωπου της γης , και απο του προσωπου σου θελω κρυφθη , και θελω εισθαι πλανητης και φυγας επι της γης και πας οστις με ευρη , θελει με φονευσει .
(trg)="b.GEN.4.14.1"> Tu šiandien mane išvarai iš žemės .
(trg)="b.GEN.4.14.2"> Aš turėsiu slėptis nuo Tavęs ir būsiu klajūnas ir benamis žemėje .
(trg)="b.GEN.4.14.3"> Kas mane sutiks , užmuš ” .

(src)="b.GEN.4.15.1"> Ειπε δε προς αυτον ο Κυριος , δια τουτο , πας οστις φονευση τον Καιν , επταπλασιως θελει τιμωρηθη .
(src)="b.GEN.4.15.2"> Και εβαλεν ο Κυριος σημειον εις τον Καιν , δια να μη φονευση αυτον πας οστις ευρη αυτον .
(trg)="b.GEN.4.15.1"> Viešpats jam atsakė : “ Kas užmuš Kainą , tam septyneriopai bus atkeršyta ! ”
(trg)="b.GEN.4.15.2"> Viešpats paženklino Kainą žyme , kad nė vienas , sutikęs jį , jo nenužudytų .

(src)="b.GEN.4.16.1"> Και εξηλθεν ο Καιν απο προσωπου του Κυριου , και κατωκησεν εν τη γη Νωδ , προς ανατολας της Εδεμ .
(trg)="b.GEN.4.16.1"> Kainas pasitraukė iš Viešpaties akivaizdos ir apsigyveno Nodo šalyje , į rytus nuo Edeno .

(src)="b.GEN.4.17.1"> Εγνωρισε δε ο Καιν την γυναικα αυτου , και συνελαβε , και εγεννησε τον Ενωχ εκτισε δε πολιν , και εκαλεσε το ονομα της πολεως κατα το ονομα του υιου αυτου , Ενωχ .
(trg)="b.GEN.4.17.1"> Kainas pažino savo žmoną , ji pastojo ir pagimdė Henochą .
(trg)="b.GEN.4.17.2"> Kainas pastatė miestą ir tą miestą pavadino savo sūnaus vardu ­ Henochas .

(src)="b.GEN.4.18.1"> Εγεννηθη δε εις τον Ενωχ ο Ιραδ και Ιραδ εγεννησε τον Μεχουιαηλ και Μεχουιαηλ εγεννησε τον Μεθουσαηλ και Μεθουσαηλ εγεννησε τον Λαμεχ .
(trg)="b.GEN.4.18.1"> Henocho sūnus buvo Iradas , Irado sūnus ­ Mehujaelis , Mehujaelio ­ Metušaelis , Metušaelio ­ Lamechas .

(src)="b.GEN.4.19.1"> Και ελαβεν εις εαυτον ο Λαμεχ δυο γυναικας το ονομα της μιας , Αδα , και το ονομα της αλλης , Σιλλα .
(trg)="b.GEN.4.19.1"> Lamechas vedė dvi žmonas .
(trg)="b.GEN.4.19.2"> Pirmosios vardas buvo Ada , antrosios ­ Cila .

(src)="b.GEN.4.20.1"> Και εγεννησεν η Αδα τον Ιαβαλ ουτος ητο πατηρ των κατοικουντων εν σκηναις και τρεφοντων κτηνη .
(trg)="b.GEN.4.20.1"> Ada pagimdė Jabalą ; jis buvo tėvas tų , kurie gyvena palapinėse ir laiko gyvulius .